κολαξ

κολαξ
    κόλαξ
    -ᾰκος ὅ льстец Plat., Arph., Plut.
    

καὴ πάντες οἱ κόλακες θητικοὴ καὴ οἱ ταπεινοὴ κόλακες Arst. — все льстецы - наемники, а все низкие люди - льстецы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κολαξ" в других словарях:

  • κόλαξ — κόλαξ, ακος, ο (AM) βλ. κόλακας …   Dictionary of Greek

  • κόλαξ — flatterer masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάκων — κόλαξ flatterer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλακα — κόλαξ flatterer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλακας — κόλαξ flatterer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλακες — κόλαξ flatterer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλακι — κόλαξ flatterer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλακος — κόλαξ flatterer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαξι — κόλαξ flatterer masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαξιν — κόλαξ flatterer masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισοκόλαξ — κνισοκόλαξ, ακος, ὁ (Α) αίσχιστος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + κόλαξ (< κόλαξ), πρβλ. λιμο κόλαξ, ψωμο κόλαξ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»